- τεμάχη
- τέμαχοςslice of fishneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)τέμαχοςslice of fishneut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέμαχος — το, ΝΜΑ τεμάχιο νεοελλ. φρ. α) «ηπειρωτικά τεμάχη» γεωλ. γεωλογικό σύμπλεγμα ηπειρωτικών διαστάσεων που απαντά μέσα σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων β) «αλλόχθονα τεμάχη» γεωλ. γεωλογικό… … Dictionary of Greek
κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
παρέκκλιση — Εκτροπή ενός πλοίου ή ενός αεροπλάνου από την πορεία, η οποία οφείλεται, αντίστοιχα, σε ρεύματα του νερού ή της ατμόφαιρας. Η γωνία της π. είναι αυτή που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της ταχύτητας του κινητού, ως προς το νερό ή τον αέρα όπου… … Dictionary of Greek
FORUM — an a ferendo, quod eo controversias suas et quae ven dere vellent, conferrent, ut voluit Varro: an a voce foras, quod sc. foras et sub dio sit, ut alii: an a fando, ut Isid. sentit, dictum, varias habet significationes: quibus omnissis, de iis… … Hofmann J. Lexicon universale
GLANIS — I. GLANIS Graece γλάνις, Aeliano φιλοτεκνότατος ἰχθύων, ex piscibus suae prolis amantissimus, siluro forma similis est. Quae res impovit Plin. ut, quod de glanide scripserat Aristor. Hist. Anim. l. 6. c. 14. ipse tribuerit siluro. Sic autem ille… … Hofmann J. Lexicon universale
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… … Dictionary of Greek
προχώρα — Στη γεωλογία, είναι τα θεμελιώδη ηπειρωτικά τεμάχη, εκείνα που κατά τη διάρκεια των πτυχώσεων δεν υπόκεινται σε πτύχωση, αλλά ενεργούν ως ένα σύστημα αντιστάσεων κατά των δυνάμεων συμπίεσης από τη μάζα που θέτουν σε κίνηση οι ορογενετικές… … Dictionary of Greek
ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… … Dictionary of Greek
σεπτάριο — το, Ν (πετρογρ.) μεγάλο σφαιροειδές σύγκριμμα με διάμετρο 80 90 εκατοστόμετρα, το οποίο αποτελείται, συνήθως, από αργιλούχα ανθρακικά ορυκτά και χαρακτηρίζεται από ένα σύστημα εσωτερικών ρωγμών που τό αποκόπτουν ακανόνιστα σε πολυγωνικά τεμάχη… … Dictionary of Greek